- επιφαινόμενο
- το(ουδ. τής μτχ. ενεστ. τού επιφαίνομαι, ως ουσ.)1. το φαινόμενο που συνοδεύει ή επακολουθεί σε μια κατάσταση, το εξωτερικό και δευτερεύον σε σημασία φαινόμενο που αντιδιαστέλλεται από το κυρίως φαινόμενο που συγκεντρώνει το κύριο ενδιαφέρον2. ιατρ. σύμπτωμα ή υπόλειμμα μιας ασθένειας το οποίο δεν εκδηλώνεται πάντοτε σταθερά3. (ψυχολ.-φιλοσ.) πρόσθετο φαινόμενο που επακολουθεί χωρίς να συμβάλλει στον σχηματισμό ψυχικών φαινομένων.
Dictionary of Greek. 2013.